επέρρωσα
Смотреть что такое "επέρρωσα" в других словарях:
ἐπέρρωσα — ἐπιρρώννυμι add strength to aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέρρωσα — ἐπιρρώννυμι add strength to aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)